- αγγειοπάθεια
- η(ιατρ.), πάθηση των αγγείων του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγειοπάθεια — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται κάθε είδους παθολογική κατάσταση των αγγείων, ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκαλούν ή τις εκδηλώσεις με τις οποίες συνοδεύεται. * * * η (Ιατρική) γενική ονομασία για κάθε νόσο τών αγγείων, ανεξάρτητα από αίτια … Dictionary of Greek